Wikipedia

Αποτελέσματα αναζήτησης

Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2018

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ ΣΤΟ ΣΥΧΓΡΟΝΟ ΚΟΣΜΟ
Η Καταστροφή Α. Τάσσος 

Μελετήστε την εικόνα του Α. Τάσσου και στην ομάδα σας γράψτε ένα σύντομο σενάριο, το οποίο να τελειώνει με τη σκηνή που βλέπετε.

ΕΡΓΑΣΙΕΣ

ΤΑΣΟΣ ΚΡΑΝΙΔΙΩΤΗΣ
Βρισκόμαστε στις 18 Δεκεμβρίου του 1943 στην Ελλάδα, Όλα είναι σκοτεινά και ηπόλη  της   Αθήνας   έχει βυθιστεί   στο  χάος εξαιτίας των  Γερμανών.  Μια  οικογένεια  μόλιςαπέκτησε ένα όμορφο και γεροδεμένο μωρό το οποίο έμοιαζε περισσότερο στον πάτερατου παρά στην μητέρα του.Παρόλα  αυτά   όμως το   κλίμα  ευφορίας  ήρθε  να   το  χαλάσει    η   ανακοίνωση   τοπατέρα για στρατολόγηση προκειμένου να υπερασπιστεί την πατρίδα του στον πόλεμο. Όπατέρας αναγκασμένος , μάζεψε τα πράγματα του, αποχαιρέτησε την   οικογένεια του καιέφυγε με ψηλά  το κεφάλι.Πέρασαν πολλοί   μήνες ώσπου η γυναίκα του να μάθει νέα για το αν ζει ή ανείχανε κερδίσει τον πόλεμο. Κάποια μέρα ένας αγγελειοφόρος για να τους ενημερώσει γιατην   κατάσταση   του   άντρα   της.   Η   γυναίκα   ήταν    πολύ   χαρούμενη   μετά  από   αυτήν   τηνεπίσκεψη καθώς την επόμενη μέρα θα επέστρεφε ο άντρας την στο σπίτι μετά από πολύκαιρό.Καθώς ξημέρωνε η  γυναίκα ήταν ανυπόμονη  γιατί περίμενε να συναντήσει τονάντρα της.  Όμως εκείνη την στιγμή άκουσε μια  μεγάλη  έκρηξη από την  άλλη   άκρη τηςπόλης. Εκείνη περίεργη, πήρε το μωρό της και πήγε να δει τι συμβαίνει. Όταν έφτασε στοσημείο της έκρηξης, ανακάλυψε πως η έκρηξη προήλθε από το αυτοκίνητο που μετέφερετους επιζήσοντες του πολέμου. Τότε η γυναίκα απελπισμένα προσπάθησε να βρει  το πτώματου άντρα  της , το οποίο ήταν ανάμεσα σε άλλους  άτυχους στριατιώτες. Όταν τον βρήκε,πήρε το παιδί της αγκαλιά και συνειδητοποίησε πως είχε χάσει την μοναδική αγάπη τηςζωής της άλλα και έναν άξιο πατέρα για το παιδί τους.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΓΑΒΙΩΤΗ
Ήταν μια κρύα μέρα του Δεκέμβρη, όταν ο κ. Γιώργος ξεκίνησε με τη γυναίκα του και τα πέντε παιδιά τους απ' τη Συρία. Είχαν αποφασίσει καιρό πως πρέπει να αλλάξουν χώρα, γιατί η εμπόλεμη ζώνη στην οποία ζούσαν δεν ήταν ασφαλές περιβάλλον για τα παιδιά τους.Λίγους μήνες μετά στο λιμάνι, όλη η οικογένεια προσπαθεί μες στην πολυκοσμία και την αναμπουμπούλα να βρει βάρκα για να φύγουν, με προορισμό την Ελλάδα. Τελικά βρήκαν μία, αλλά ο κ.Γιώργος δεν πρόλαβε να μπει μέσα, τον κράτησαν πίσω. Ετσι απέμεινε η γυναίκα του η κα. Σοφία με τηνδεκατετράχρονη κόρη της να προσπαθούν να προστατέψουν τα τέσσερα μικρότερα παιδιά. Το ταξίδι τους προς την Ελλάδα ήταν δύσκολο. Λίγες μέρες πριν φτάσουν σε μια θαλασσοταραχή ένα κύμα παρέσυρε την κα. Σοφία και η αμέσως μεγαλύτερη απ τη Μαρία κόρη της δεν κατάφερε να νικήσει την πνευμονία που μέρες τώρα την βασάνιζε. Ή στεναχώρια της Μαρίας ήταν πολύ μεγάλη. Ή όμορφη, πολυμελής οικογένεια τους μέσα σε δύο εβδομάδες είχε χάσει 3 μέλη. Ή βάρκα έφτασε στη Λέσβο. Ή αποδεκατισμένη οικογένεια αποβιβάστηκε. Ή Μαρία, ταλαιπωρημένη από το ταξίδι και τη στεναχώρια, με το μικρότερό της αδελφό αγκαλιά και τ' άλλα δύο στα χέρια ψάχνει να βρει κατάλυμα για εκείνη και την οικογένεια της.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΑΡΑΓΓΕΛΗ
  Ένα πρωί του 1826 οι Μεσολογγίτες αντιστέκονται δυναμικά στους Τούρκους αντιμετωπίζουν με υπομονή τις δυσκολίες , δεν ενδίδουν , αλλά εμμένουν στο χρέος τους και στην απόφασή τους να διατηρήσουν την ελευθερία τους. Δεν ήθελαν να πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Πολιορκούνται από τους εχθρούς , μαστίζονται από την πείνα και τις αρρώστιες και αντιμετωπίζουν με υπομονή τον πειρασμό της αναγεννημένης φύσης , είναι πρόκληση για τους Μεσολογγίτες εγκαταλείποντας τον αγώνα .Η πείνα ήταν σχεδιασμένη σε όλα τα μάτια . Οι περισσότεροι άρχισαν να περιπατάνε για άλλες χώρες σαν μετανάστες . Έτσι και η κυρία Μαρία πήρε το μικρό της γιο τον Γιωργάκη στην αγκαλιά της και φύγανε . 

ΑΝΝΑ ΜΠΑΛΗ
ΚΑΙ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΕΠΕΙΔΗ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΟΛΕΜΟΣ
   Ήταν όλοι καλά… Εγώ, ο μπαμπάς, η μαμά και η Σοφία, η μικρή μου αδελφή- ή αλλιώς η Σοφίτσα μου, όπως μου άρεσε να την λέω... Εκείνη τη μέρα,- 11 Σεπτεμβρίου 1939- ήταν τα γενέθλιά της… Εκείνη τη μέρα, ετοιμαζόμασταν όλοι στο σπίτι να υποδεχτούμε τον παππού και την γιαγιά που έρχονταν από τις Σέρρες, για να μας δουν και να γιορτάσουμε τα γενέθλια της Σοφίτσας… Εκείνη τη μέρα, με έβαλε η μαμά μου να φορέσω το καλό μου το κουστούμι, άρεσε στη Σοφίτσα μου οπότε δεν μπορούσα να της χαλάσω το χατίρι… Εκείνη τη μέρα, η Σοφία φορούσε ένα ροζουλί, φουντωτό φορεματάκι, που της πήγαινε τόσο πολύ… Εκείνη τη μέρα…
   Εκείνη τη μέρα, ήταν όλα καλά… Μέχρι… Μέχρι τη στιγμή που άρχισαν να χτυπούν οι σειρήνες. Η Σοφία- πιο μικρή από ’μένα καθώς ήταν- έβαλε τα κλάματα. Μα εγώ σαν πιο μεγάλος 10χρονος αδελφός… Όχι, δεν έπρεπε να κλάψω… Ο μπαμπάς και η μαμά είχαν πάει να παραλάβουν, από τον σταθμό,  τον παππού και την γιαγιά. Οπότε τώρα ήμουν υπεύθυνος τόσο για ’μένα όσο και για την Σοφίτσα μου.
    Την πήρα, λοιπόν αγκαλιά και άρχισα να της τραγουδάω, όπως μας έκανε και η μαμά κάθε φορά που φοβόμασταν. Δεν ήταν σίγουρα το ίδιο, αλλά τουλάχιστον την έκανε να ησυχάσει για λίγο. Σταδιακά οι σειρήνες άρχισαν να χτυπάνε ολοένα και πιο δυνατά. Απ’ έξω ακούγονταν φωνές, κλάματα και κάπου-κάπου, μέσα σε όλον αυτό τον πανικό, άκουγες και τους πυροβολισμούς. Κανείς δεν ήξερε τότε να πει με σιγουριά, αν ήταν εχθρού φωτιά ή πατριώτη. Ένα όμως ήταν σίγουρο… Κάποιος είχε πεθάνει!...
   Το μεσημεριανό φως του ήλιου βάφτηκε κόκκινο από το αίμα και μαύρο από τον θάνατο… Δεν άντεξα άλλο. Το μεγάλο ’’αντράκι,, του μπαμπά- όπως με φώναζε-, αγάλια-αγάλια ράγισε, έσπασε, διαλύθηκε, σε πολλά μικρά χαμένα, γεμάτα παιδική ζωντάνια κομμάτια… Άρχισα να κλαίω. Η Σοφία, από την άλλη, εκεί όπου είχε ηρεμήσει, βλέποντας εμένα να ’’σπάω,, και ακούγοντας όλον αυτόν τον πανικό που επικρατούσε έξω μέχρι εκείνη την ώρα, φοβήθηκε και άρχισε πάλι να κλαίει.
   Κλαίγαμε λοιπόν κι οι δυό. Τουλάχιστον κλαίγαμε μαζί. Ήμασταν ζωντανοί. Δεν ξέραμε αν θα τους ξαναβλέπαμε ποτέ-τον μπαμπά, τη μαμά, τον παππού και την γιαγιά… Μπάρεμ είχαμε ο ένας τον άλλον. Ήμασταν μαζί. Μια μισή οικογένεια. Αλλά όχι, ποτέ μόνοι! Κι όλα αυτά επειδή υπήρχε πόλεμος…!
   Χάθηκα μέσα σ‘ αυτές τις σκέψεις. Το κλάμα με έπνιγε πλέον βουβό. Οι τοίχοι κατέρρεαν και οι ήχοι δυνάμωναν. Χάθηκα μέσα σε αυτό τον χαλασμό, σ’ αυτήν την θλίψη, σ’ αυτή τη δυστυχία. Συνέχισα όμως να κρατάω το χέρι της Σοφίας. Δεν ήξερα τι σκεφτόταν εκείνη την ώρα, αν της έλειπε η μαμά, αν της έλειπε ο μπαμπάς… κι ούτε την ρώτησα ποτέ μου αργότερα. Συνέχισα να χάνομε ακόμα πιο βαθιά. Χάθηκα τώρα, μέσα στη φαντασία μου… Είδα τη μαμά μου να έρχεται τρέχοντας- ντυμένη στα λευκά, σαν ένας άγγελος στη γη- με δάκρυα στα μάτια και να με παίρνει αγκαλιά και να με κοιτάει και να με φιλάει και να κλαίμε έπειτα κι οι δυό μαζί.
   Πέρασαν 38 χρόνια από τότε και εγώ με την Σοφία δεν την ξαναείδαμε ποτέ πια από ‘κείνο το πρωινό-ούτε εκείνη, ούτε τον μπαμπά, ούτε τον παππού μα ούτε και την γιαγιά. Από τότε λοιπόν κι εγώ, στα μάτια της Σοφίτσας, βλέπω πάντα το χαμόγελο της μαμάς μου.. την γλύκα της… την ομορφιά της… Μα τώρα μόνο τον πόνο της… Η Σοφία, άρρωστη, μέρες τώρα, βαριά ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Της κρατάω το χέρι σφιχτά και της τραγουδάω το ίδιο τραγούδι με τότε. Της παίρνω τα δάκρυα από τα μάτια και της αφήνω ένα γλυκό χαμόγελο. Εκείνη- ως αντάλλαγμα- μου αφήνει ένα παγωμένο χέρι, πάνω στο δικό μου και ένα χλωμό πρόσωπο… Την ίδια μέρα που με άφησε και η μαμά, στην ίδια ηλικία με την μαμά με τα ίδια λόγια που με αποχαιρέτησε, για πάντα ασυνείδητα, η μαμά «Σ’ αγαπάω πάρα πολύ, να το ξέρεις αυτό» και η φωνή της έσβησε… Την ώρα εκείνη πέντε μονάχα δάκρυα κύλησαν από τα- κουρασμένα από τον πόλεμο και τα χρόνια- μάτια μου. Ένα για κάθε ένα από τα πιο σημαντικά πρόσωπα που πέρασαν, έμειναν, έζησαν και έφυγαν από τη ζωή μου. Ένα για τον παππού, ένα για την γιαγιά, ένα για τον μπαμπά, ένα για την μαμά και ένα τελευταίο για την μικρή μου Σοφίτσα, που εκείνο το απόγευμα βρέθηκε στην αγκαλιά τους.
   Η σκέψη της μαμάς μου ήρθε πάλι ξαφνικά και μου επέστρεψε για λίγο ένα χαμόγελο στα χείλη. Ήταν πάλι εκείνη η εικόνα της φαντασίας μου… Έκλεισα λοιπόν τα μάτια και χάθηκα ξανά, την άφησα να με πάρει μαζί της… Η μαμά μου, ντυμένη με ένα κατάλευκο φόρεμα να τρέχει προς το μέρος μου. Εγώ τρέχω σε ‘κείνη, 10χρονο αγόρι φορώντας το καλό μου παιδικό κουστούμι. Πέφτω στην αγκαλιά της και εκείνη με σφίγγει σφικτά. Δεν μιλάμε. Μοναχά κοιταζόμαστε στα μάτια και κλαίμε… Λίγο πριν τελειώσει το όνειρο με σηκώνει στην αγκαλιά της και μου ψιθυρίζει « Βασιλάκη μου, εγώ είμαι εδώ. Γίνε και πάλι το αντράκι του μπαμπά και μην φοβάσαι τίποτα. Θα είμαι πάντα δίπλα σου. Μην κλαις!»
    Κι όλα αυτά έγιναν επειδή η μαμά μου πέθανε σε έναν πόλεμο… Κι όλα αυτά επειδή κάποιος άνθρωπος, γεμάτος μίσος και απληστία, ξεκίνησε έναν πόλεμο… Κι όλα αυτά επειδή μέχρι και σήμερα συνεχίζει να υπάρχει ένας πόλεμος… Κι όλα αυτά επειδή ΕΣΥ δεν προσπαθείς και δεν είσαι εκεί για να τον σταματήσεις… 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου